σκοπέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκοπέω < σκοπός < σκέπτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- από μετάθεση της ρίζας *speḱ-

σκοπέω / σκοπῶ (μέσο: σκοπέομαι / σκοποῦμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σκοπός

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως

Παρασύνθετα

Οι αττικοί συγγραφείς έκαναν χρήση μόνον του ενεστώτα (σκοπῶ) και παρατατικού (ἐσκόπουν) της ενεργητικής φωνής ενώ για τους άλλους χρόνους του ρήματος χρησιμοποιούσαν τύπους του ρήματος σκέπτομαι. Σε μεταγενέστερους συγγραφείς βρίσκονται πάντως και οι τύποι σκοπήσω για το μέλλοντα και ἐσκόπησα για τον αόριστο