σκορπαλευρού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκορπαλευρού οι σκορπαλευρούδες
      γενική της σκορπαλευρούς των σκορπαλευρούδων
    αιτιατική τη σκορπαλευρού τις σκορπαλευρούδες
     κλητική σκορπαλευρού σκορπαλευρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκορπαλευρού < σκορπαλευρ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skoɾ.pa.leˈvɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκορ‐πα‐λευ‐ρού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκορπαλευρού θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκορπαλευράς