σκουπισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]σκουπισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκουπίζω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκουπισμένος
|