σκυτάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκυτάλη | οι | σκυτάλες |
γενική | της | σκυτάλης | των | σκυταλών |
αιτιατική | τη | σκυτάλη | τις | σκυτάλες |
κλητική | σκυτάλη | σκυτάλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυτάλη < αρχαία ελληνική σκύταλον (: ραβδί)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκυτάλη θηλυκό
- μικρή ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας
- στην αρχαία Σπάρτη είχε την έννοια του αγγέλματος, εντολής ή μηνύματος των Εφόρων, καθώς σκυτάλη ονομαζόταν κυλινδρικό ραβδί με κρυπτογραφημένο μήνυμα στο εσωτερικό του, που χρησιμοποιείτο για μυστικές διαταγές
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- παραδίδω τη σκυτάλη : αναθέτω σε κάποιον να συνεχίσει το έργο μου
- παίρνω τη σκυτάλη : διαδέχομαι κάποιον στη θέση του και συνεχίζω το έργο του