σκόρσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκόρσο < ιταλική scorso (τελευταίος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκόρσο ουδέτερο

  1. (κυπριακά) το ταρακούνημα
  2. (κυπριακά) η κούραση, π.χ. δουλειά με πολύ σκόρσο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]