σλαβομακεδονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σλαβομακεδονικός < Σλαβομακεδόν(ας) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]σλαβομακεδονικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στους Σλαβομακεδόνες ή προέρχεται από αυτούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σλαβομακεδονικός