σλιπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σλιπ < (άμεσο δάνειο) γαλλική slip (αρχική σημασία: εφαμοστό παντελόνι ή μαγιό) < αγγλική slip (ουσιαστικό: ρούχο που γλιστάει) < slip (ρήμα: γλιστράω)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σλιπ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) τύπος εφαρμοστού ανδρικού ή γυναικείου εσώρουχου
Παράγωγα
[επεξεργασία]- σλιπάκι (υποκοριστικό)
Μερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σλιπ
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)