σμίξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σμίξιμο < σμίγω + -ιμο < αρχαία ελληνική μίσγω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈzmi.ksi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμί‐ξι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμίξιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σμίγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δέσιμο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)