σμηνίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμηνίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη σμηνίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμηνίτισσα
|
σμηνίτισσα θηλυκό
|