σολομός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σολομός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σολομός οι σολομοί
      γενική του σολομού των σολομών
    αιτιατική τον σολομό τους σολομούς
     κλητική σολομέ σολομοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναπαράσταση σολομού
ψητός σολομός με πατάτες τηγανητές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σολομός < λατινική salmo[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /so.loˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐λο‐μός
ομόηχα: Σολομός, Σολωμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σολομός αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]