σουβενίρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σουβενίρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική souvenir[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σουβενίρ ουδέτερο άκλιτο

  • το αναμνηστικό, μικροπράγματα που πωλούνται για να θυμίζουν ταξίδι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]