σουκρούτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σουκρούτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική choucroute < αλσατική Sürkrüt

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σουκρούτ ουδέτερο άκλιτο

  • (γαστρονομία) κεντροευρωπαϊκό πιάτο με λευκό, ελαφρώς οξινισμένο από την αρχή της ζύμωσης, ψιλοκομμένο λάχανο που σερβίρεται συνήθως με λουκάνικο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]