σουφλέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/2f/The_souffle_was_a_triumph_%289423470003%29.jpg/220px-The_souffle_was_a_triumph_%289423470003%29.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουφλέ < γαλλική soufflé < souffler < λατινική sufflo < sub + flo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bhle- (φουσκώνω, διογκώνω, μεγεθύνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουφλέ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Φαγητά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)