σούπερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σούπερ < αγγλική super < λατινική super

Επίθετο[επεξεργασία]

σούπερ άκλιτο

  1. που έχει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας, φοβερός, καταπληκτικός, υπέροχος
    το καινούργιο μου ποδήλατο είναι σούπερ
  2. που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σούπερ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]