σούπερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σούπερ άκλιτο
- που έχει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας, φοβερός, καταπληκτικός, υπέροχος
- ↪το καινούργιο μου ποδήλατο είναι σούπερ
- που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σούπερ θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σούπερ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)