σούρσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsuɾ.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σούρ‐σι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σούρσιμο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) το σύρσιμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σούρσιμο
→ δείτε τη λέξη σύρσιμο |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σούρσιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας