σπασουάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπασουάρ < γαλλική suspensoir
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπασουάρ ουδέτερο άκλιτο
- κηλεπίδεσμος
- ειδικό εσώρουχο που προστατεύει τα γεννητικά όργανα από χτυπήματα