σπασουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπασουάρ < γαλλική suspensoir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπασουάρ ουδέτερο άκλιτο

  • κηλεπίδεσμος
  • ειδικό εσώρουχο που προστατεύει τα γεννητικά όργανα από χτυπήματα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]