σπιρτόζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπιρτόζος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

σπιρτόζος

  • που έχει σπιρτάδα στο μυαλό, που έχει ευστροφία και είναι έξυπνος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]