σπονδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπονδή | οι | σπονδές |
γενική | της | σπονδής | των | σπονδών |
αιτιατική | τη | σπονδή | τις | σπονδές |
κλητική | σπονδή | σπονδές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπονδή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπονδή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπονδή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- άσπονδος
- ομοσπονδία
- ομοσπονδιακός
- ομόσπονδος
- παρασπονδία
- παράσπονδος
- παρασπονδώ
- σπονδειακός
- σπονδείος
- συνομοσπονδία
- συνομοσπονδιακός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπονδή | αἱ | σπονδαί |
γενική | τῆς | σπονδῆς | τῶν | σπονδῶν |
δοτική | τῇ | σπονδῇ | ταῖς | σπονδαῖς |
αιτιατική | τὴν | σπονδήν | τὰς | σπονδᾱ́ς |
κλητική ὦ! | σπονδή | σπονδαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπονδᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σπονδαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σπονδή, ήδη ομηρικό < θέμα: μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε και στο σπένδω (χύνω σταγόνες) ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπονδή θηλυκό
- το χύσιμο στο έδαφος κρασιού σαν προσφορά στους θεούς
- (στον πληθυντικό) αἱ σπονδαί: επίσημη συμφωνία, συνθήκη ειρήνης, ανακωχή (επειδή κατά τη σύναψη συμφωνίας έκαναν σπονδές στους θεούς)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- το σπονδεῖον
- σπονδεῖος,α,ον
- σύσπονδος
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- σπονδοφόρος
Πηγές[επεξεργασία]
- σπονδή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπονδή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)