σπόνσορ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπόνσορ < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπόνσορ αρσενικό άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]