στάρπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάρπη | ||
γενική | της | στάρπης | ||
αιτιατική | τη | στάρπη | ||
κλητική | στάρπη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στάρπη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στάρπη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (γαστρονομία) το τυρόπηγμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στάρπη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)