στέψεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]στέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στέφω
- θα στέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στέφω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]στέψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στέψη