στα πράγματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στα πράγματα < → δείτε τις λέξεις στα και πράγματα, πληθυντικός του πράγμα - προηγείται ρήμα, όπως είμαι, έρχομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sta‿ˈpɾaɣmata/
Έκφραση[επεξεργασία]
στα πράγματα
- θέση εξουσίας ή πολιτική θέση με επιρροή
- ↪ Τον προώθησε ο θείος του, που ήταν στα μέσα και στα έξω, ήταν στα πράγματα εκείνο τον καιρό.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θέση εξουσίας
|