στενάχωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στενάχωρος < στενόχωρος με τροπή [o] > [a] κατά το επίρρημα στενά [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /steˈna.xo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νά‐χω‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
στενάχωρος
- άλλη μορφή του στενόχωρος
- που προκαλεί στενοχώρια ή ανάλογα δυσάρεστα συναισθήματα, που δεν είναι ευχάριστος
- που στενοχωριέται συχνά ή εύκολα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στενόχωρος με όλους τους τύπους στενοχωρ-, στεναχωρ- & στενός, χώρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στενάχωρος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στενάχωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας