στερεοστατική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στερεοστατική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στερεοστατική θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στερεοστατική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στερεοστατική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στερεοστατικός