στερεότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στερεότητα < αρχαία ελληνική στερεότης < στερεός + -ότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στερεότητα θηλυκό
στερεότητα θηλυκό