στερεότυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ti.pos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ti.pi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ti.po/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]στερεότυπος, -η, -ο
- που τυπώθηκε με τη μέθοδο της στερεοτυπίας
- ※ Πήρε την παλιά μεγάλη στερεότυπη έκδοση που είχε και την άνοιξε στο "Συμπόσιο". (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])
- (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται χωρίς αλλαγές, που δεν έχει ποικιλία
- (φιλολογία) που έχει τυπωθεί χωρίς ερμηνευτικά σχόλια και περικοπές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στερεότυπος