στεφάνιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
στεφᾰνιο- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | στεφάνιον | τὰ | στεφάνιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | στεφανίου | τῶν | στεφανίων | ||||
δοτική | τῷ | στεφανίῳ | τοῖς | στεφανίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | στεφάνιον | τὰ | στεφάνιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | στεφάνιον | στεφάνιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεφανίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στεφανίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεφάνιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στέφαν(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: στεφάνιν ⇒ νέα ελληνικά: στεφάνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στεφάνιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (υποκοριστικό) μικρός στέφανος
Πηγές[επεξεργασία]
- στεφάνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)