στεφανιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεφανιαίος < ελληνιστική κοινή στεφανιαῖος < αρχαία ελληνική στέφανος (ανατομία: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coronaire)
Επίθετο[επεξεργασία]
στεφανιαίος, -α, -ο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- στεφανιαία αρτηρία: (ανατομία) αγγείο, σε μορφή στεφανιού, που ξεκινά από την αορτή και μεταφέρει το αίμα στο μυοκάρδιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενδοστεφανιαίος
- → δείτε τη λέξη στεφάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)