στεφανοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεφανοθήκη θηλυκό
- κουτί ή κορνίζα, ενίοτε με τζάμι στην πάνω πλευρά ή πρόσοψη αντίστοιχα, όπου τοποθετούνται τα «στέφανα» του γάμου (το διπλό στεφάνι που φορά το ζευγάρι κατά τη γαμήλια τελετή)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στεφανοθήκη
|