στηθαίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στηθαίο | τα | στηθαία |
γενική | του | στηθαίου | των | στηθαίων |
αιτιατική | το | στηθαίο | τα | στηθαία |
κλητική | στηθαίο | στηθαία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στηθαίο < (ελληνιστική κοινή) στηθαῖον < αρχαία ελληνική στῆθος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στηθαίο ουδέτερο
- κατασκευή (τοιχάκι, ξύλινο ή μεταλλικό κιγκλίδωμα κ.ά.) που προστατεύει τους περαστικούς και αποτρέπει ατυχήματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στήθος