στηρικτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στηρικτικός η στηρικτική το στηρικτικό
      γενική του στηρικτικού της στηρικτικής του στηρικτικού
    αιτιατική τον στηρικτικό τη στηρικτική το στηρικτικό
     κλητική στηρικτικέ στηρικτική στηρικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στηρικτικοί οι στηρικτικές τα στηρικτικά
      γενική των στηρικτικών των στηρικτικών των στηρικτικών
    αιτιατική τους στηρικτικούς τις στηρικτικές τα στηρικτικά
     κλητική στηρικτικοί στηρικτικές στηρικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στηρικτικός < ελληνιστική κοινή στηρικτικός[1] [2] < στηρικτός < αρχαία ελληνική στηρίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

στηρικτικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) που έχει σχέση με στήριξη, αναφέρεται η συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (λόγιο) άλλη μορφή του υποστηρικτικός
  3. (ειδικότερα, ανατομία, ιατρική) που έχει σχέση με στήριξη, αναφέρεται η συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. στηρικτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. στηρικτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.