στοιχειοθέτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοιχειοθέτρια < στοιχειοθέτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοιχειοθέτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του στοιχειοθέτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε στοιχειοθέτης
στοιχειοθέτρια
|