στοιχειοθεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοιχειοθεσία < στοιχειοθετώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοιχειοθεσία θηλυκό
- η στοιχειοθέτηση
- η τέχνη, η εργασία του στοιχειοθέτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοιχειοθεσία