στοιχειοθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοιχειοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοιχειοθετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
στοιχειοθετημένος, -η, -ο
- που έχει στοιχειοθετηθεί, τεκμηριωθεί
- η κατηγορία δεν ήταν επαρκώς στοιχειοθετημένη και αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι
- (τυπογραφία) το κείμενο που είναι έτοιμο να τυπωθεί, καθώς τα τυπογραφικά στοιχεία έχουν τεθεί στις σωστές θέσεις
- → δείτε τη λέξη στοιχειοθετώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεκμηριωμένο