στοματολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοματολογικά < στοματολογικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
στοματολογικά
- από στοματολογικής απόψεως ή προσέγγισης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις στοματολόγος, στόμα και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοματολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στοματολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στοματολογικός