στοπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
στοπ
- σταμάτα (ό,τι κάνεις)!
- στοπ, στοπ, στοπ! ξαναξεκινάμε από την αρχή!
- ακινητοποιήσου!, φρένο/φρέναρε!
- στοπ, μην πλησιάζεις άλλο!
- στοπ, έρχεται μηχανάκι!
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοπ ουδέτερο άκλιτο
- σήμα του κώδικα οδικής κυκλοφορίας (ΚΟΚ), που σημαίνει πως ο οδηγός πρέπει να σταματήσει και να ελέγξει τη διάβαση πριν περάσει
- παραβίασα το στοπ
- αντικείμενο ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται ως αναστολέας διαδρομής, για να ακινητοποιεί κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση
- το στοπ της πόρτας
- (στον πληθυντικό) τα πίσω φώτα ενός οχήματος που ανάβουν όταν αυτό φρενάρει
- δεν ανάβουνε τα στοπ
- στα σήματα μορς και στα τηλεγραφήματα, δηλώνει το τέλος πρότασης
- "Χάσαμε τη θεία, στοπ" (τίτλος θεατρικού έργου του Γ. Διαλεγμένου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοπ
Επιφώνημα[επεξεργασία]
στοπ!
- εντολή προς κάποιον, να σταματήσει αμέσως