στοργή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η στοργή
      γενική της στοργής
    αιτιατική τη στοργή
     κλητική στοργή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στοργή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοργή[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stoɾˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στορ‐γή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στοργή θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]