στου διαόλου τη μάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη στου + γενική ενικού του διάολος + αιτιατική τη μάνα λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /stu‿ði̯aˈo.lu ti‿ˈma.na/

Έκφραση

[επεξεργασία]

στου διαόλου τη μάνα

  • (ανεπίσημο) σε πολύ μακρινό τόπο, δυσπρόσιτο
    η Πανεπιστημιούπολη ήταν στου διαόλου τη μάνα· χρειαζόμουν δύο λεωφορεία για να φτάσω εκεί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]