στοχαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοχαστική | ||
γενική | της | στοχαστικής | ||
αιτιατική | τη | στοχαστική | ||
κλητική | στοχαστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοχαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στοχαστικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοχαστική θηλυκό
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφία, συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ή δομή σκέψης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στοχαστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στοχαστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)