στρίποδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρίποδο | τα | στρίποδα |
γενική | του | στρίποδου | των | στρίποδων |
αιτιατική | το | στρίποδο | τα | στρίποδα |
κλητική | στρίποδο | στρίποδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρίποδο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρίποδο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρίποδο
|