στραβοκοίταγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στραβοκοίταγμα < στραβοκοιτάζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στραβοκοίταγμα ουδέτερο
- (οικείο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στραβοκοιτάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στραβοκοίταγμα
|