στρατηγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατηγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατηγῶ, συνηρημένος τύπος του στρατηγέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stɾa.tiˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τη‐γώ
- ομόηχο: στρατηγό
Ρήμα[επεξεργασία]
στρατηγώ[1] (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) είμαι στρατηγός, διοικώ ένα στράτευμα ως στρατηγός
- → χρειάζεται παράθεμα για νεοελληνική χρήση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στρατηγός
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατηγώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λήγουν σε -στρατηγώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)