στυπιοθλίπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στυπιοθλίπτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στυπιοθλίπτης αρσενικό
- υδραυλικό σωληνοειδές εξάρτημα το οποίο έχει στη μία άκρη σπείρωμα, για να προσαρμόζεται σε σωλήνα, και στην άλλη άκρη πλαστικό με σκοπό να σφηνώνει το καλώδιο το οποίο θα περνάει από μέσα του ώστε να στεγανοποιείται η σωλήνωση