στύφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στύφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στύφω

στύφω μόνο στον ενεστώτα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με στυπ-, στυμ-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στύφω < λείπει η ετυμολογία. Δε σχετίζεται το στύω, το στείβω.

στύφω (ῡ)

  1. συστέλλω, συμμαζεύω
  2. σουφρώνω τα χείλια, επειδή δοκίμασα κάτι στυφό
  3. είμαι στυφός, προξενώ στυφότητα
  4. είμαι τραχύς και αυστηρός
  5. είμαι κατηφής
  6. είμαι δυσκοίλιος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

δείτε και τα παράγωγά τους

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.