στύψιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στύψιμο τα στυψίματα
      γενική του στυψίματος των στυψιμάτων
    αιτιατική το στύψιμο τα στυψίματα
     κλητική στύψιμο στυψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στύψιμο < στειψ- (στύβω, έστυψα) + -ιμο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsti.psi.mo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στύψιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στύβω
    το στύψιμο των ρούχων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]