συγγενολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συγγενολόι | τα | συγγενολόγια |
γενική | του | συγγενολογιού | των | συγγενολογιών |
αιτιατική | το | συγγενολόι | τα | συγγενολόγια |
κλητική | συγγενολόι | συγγενολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγγενολόι < συγγεν(ής) + -ο- + -λόι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟe.noˈlo.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐γε‐νο‐λό‐ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγγενολόι ουδέτερο
- (οικείο, κάποτε ειρωνικό) όλοι οι συγγενείς
- ※ Όσο για το συγγενολόι, εξόν από τα γονικά , ήταν ο θείος Γιάνκος, ο τσελεπή Γιάνκος καθώς τονε λένε οι τούρκοι, με τη γυναίκα του, τη χήρα από το Γιάσι, και τη μεγάλη τους την κόρη τη Ζωίτσα, δεκαεφτά χρονώ κοπέλα , ήταν και μια ξαδέρφη... (Οι Μαυρόλυκοι: το Χρονικό της Τουρκοκρατίας, 1565-1799, Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας", Ι.Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 419)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)