συγκάτοχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκάτοχος < συγ- + κάτοχος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική copossesseur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκάτοχος αρσενικό ή θηλυκό
- που κατέχει μαζί με άλλους, από κοινού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκάτοχος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοχος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συγ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)