συγκεκομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκεκομμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκεκομμένος στην ελληνιστική σημασία για τη γραμματική
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟe.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκε‐κομ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κε‐κομ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
συγκεκομμένος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος συγκόπτω
- ≈ συνώνυμα: κομμένος → δείτε και τις λέξεις κομματιασμένος και πετσοκομμένος
Παράγωγα[επεξεργασία]
- συγκεκομμένος όρος (γλωσσολογία)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις συν, κόπτω και κόβω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- συγκεκομμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκόπτεται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
συγκεκομμένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (συγκέκοφα) του ρήματος συγκόπτω
- χτυπημένος, κομματιασμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 228
- ὤμοι, πυρέσσω συγκεκομμένος τάλας.
- Αμάν, μου ήρθε πυρετός απ᾽ τις πολλές σφαλιάρες.
- Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- Αμάν, κάνω πυρετό, χτυπημένος [επειδή με χτυπάνε] ο ταλαίπωρος [Μετάφραση λέξεων:Βικιλεξικό]
- Αμάν, μου ήρθε πυρετός απ᾽ τις πολλές σφαλιάρες.
- ὤμοι, πυρέσσω συγκεκομμένος τάλας.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σύγκρισις Κίμωνος και Λευκόλλου, 3 Plu. Comp.Cim.Luc.3
- Τιγράνου δὲ καὶ Μιθριδάτου μετὰ Λεύκολλον οὐδὲν ἄλλ' ἔργον ἐγένετο, ἀλλ' ὁ μὲν ἀσθενὴς ἤδη καὶ συγκεκομμένος ὑπὸ τῶν πρώτων ἀγώνων οὐδ' ἅπαξ ἐτόλμησε δεῖξαι Πομπηίῳ τὴν δύναμιν ἔξω τοῦ χάρακος, ἀλλὰ φυγὼν εἰς Βόσπορον κατέβη κἀκεῖ κατέστρεψε.
- Αλλά μετά τον Λεύκολλο{Ρωμαίος διοικητής}, τίποτ' άλλο δεν έκαναν ο Τιγράνης και ο Μιθριδάτης. Διότι αυτός [ο Μιθριδάτης] ήταν πια σε αδυναμία, τσακισμένος απ' τους προηγούμενους πολέμους, κι ούτε μια φορά δεν τόλμησε να εμφανίσει στον Πομπήιο τη [στρατιωτική του] δύναμη έξω απ' το στρατόπεδο, αλλά διέφυγε και κατέληξε στον Βόσπορο κι εκεί τέλειωσε τη ζωή του.
- Τιγράνου δὲ καὶ Μιθριδάτου μετὰ Λεύκολλον οὐδὲν ἄλλ' ἔργον ἐγένετο, ἀλλ' ὁ μὲν ἀσθενὴς ἤδη καὶ συγκεκομμένος ὑπὸ τῶν πρώτων ἀγώνων οὐδ' ἅπαξ ἐτόλμησε δεῖξαι Πομπηίῳ τὴν δύναμιν ἔξω τοῦ χάρακος, ἀλλὰ φυγὼν εἰς Βόσπορον κατέβη κἀκεῖ κατέστρεψε.
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, D.H. 5.44, 3 @perseus.tufts.edu
- ἀσυντάκτοις δ᾽ ἀνθρώποις καὶ τεταραγμένοις καὶ ὑπὸ τοῦ δρόμου συγκεκομμένοις τὰ πνεύματα […]
- [Οι Σαβίνοι επιτίθενται στους Ρωμαίους που είναι] ασύντακτοι (άνθρωποι), σε αταξία (εκτός γραμμών) και με κομμένη την ανάσα απ' το τρέξιμο […]
- ἀσυντάκτοις δ᾽ ἀνθρώποις καὶ τεταραγμένοις καὶ ὑπὸ τοῦ δρόμου συγκεκομμένοις τὰ πνεύματα […]
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 228
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) συγκεκομμένη λέξη ή ήχος, που έχει πάθει συγκοπή
- χτυπημένος, κομματιασμένος
Κλίση[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)