συγκινώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκινώ < αρχαία ελληνική συγκινέω / συγκινῶ < σύν + κινέω / κινῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική émouvoir)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκινώ (παθητική φωνή: συγκινούμαι)
- προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική φόρτιση
- συναρπάζω, προκαλώ το ενδιαφέρον
- επηρεάζω τα συναισθήματα κάποιου
- κάνω κάποιον να δακρύσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)