συγκρούομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκρούομαι
- πέφτω με ορμή πάνω σε ένα άλλο κινούμενο ή ακίνητο σώμα
- Δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν μετωπικά στην εθνική.
- μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
- οι Έλληνες συγκρούστηκαν με τους Πέρσες πολλές φορές κατά την αρχαιότητα
- (γενικότερα) βρίσκομαι σε αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους αντιπαράθεση με κάποιον, ανταγωνίζομαι
- βρίσκομαι σε αναντιστοιχία
- οι απόψεις που εκφράζεις συγκρούονται με την κοινή λογική